- ρύπτειρα
- ἡ, Αουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα -τήρ / -τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.